ηλίαση

ηλίαση
Μορφή θερμοπληξίας που προκαλείται από παρατεταμένη έκθεση του κεφαλιού σε έντονο ήλιο χωρίς κάλυμμα. Είναι συχνή στις τροπικές περιοχές, αλλά δεν είναι σπάνια και στα δικά μας γεωγραφικά πλάτη. Συμβαίνει κυρίως σε εξασθενημένα άτομα και εκδηλώνεται με έντονο πονοκέφαλο, εμετό, δυσκαμψία του αυχένα και μπορεί να συνοδεύεται από παραισθήσεις, παραλήρημα, σπασμούς και μερικές φορές υψηλό πυρετό· σταθερά επηρεάζεται και το κυκλοφορικό σύστημα με διάχυτη υπεραιμία των οργάνων και τάση για σοκ· μπορεί να εξελιχθεί σε κώμα που οδηγεί στον θάνατο. Φαίνεται ότι το όλο σύνδρομο εξαρτάται από τη θέρμανση της εγκεφαλικής μάζας και των περιβλημάτων της μαζί με την επίδραση της υψηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος σε ολόκληρο τον οργανισμό.
* * *
η (AM ἡλίασις) [ηλιάζω]
νεοελλ.
ιατρ.
1. κατάσταση η οποία προέρχεται από την άμεση επίδραση έντονης ηλιακής ακτινοβολίας στο κεφάλι, ηλιοπληξία, σειρίαση*
2. εγκεφαλική συμφόρηση παροδική ή και θανατηφόρα, που προκαλείται από τον υπερβολικό καύσωνα
μσν.-αρχ.
η έκθεση στις ακτίνες τού ήλιου, το κάψιμο από τον ήλιο, η υπερβολική θέρμανση, το λιάσιμο
αρχ.
το δικαστικό αξίωμα και η συνεδρίαση τών ηλιαστών δικαστών στην ηλιαία («οὐδὲ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως ἕνεκα», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηλίαση — η πάθηση που οφείλεται σε μακρά παραμονή κάτω από τον ήλιο: Έπαθε ηλίαση. – Η σοβαρότερη μορφή ηλίασης φέρνει πολλές φορές το θάνατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡλιάσῃ — ἡλιά̱σηι , ἡλίασις exposure to the sun fem dat sg (epic) ἡλιά̱σῃ , ἡλιάω to be like the sun aor subj mid 2nd sg (attic doric) ἡλιά̱σῃ , ἡλιάω to be like the sun aor subj act 3rd sg (attic doric) ἡλιά̱σῃ , ἡλιάω to be like the sun fut ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκκαυσις — ἔκκαυσις, η (AM) λάμψη μσν. υπερθέρμανση αρχ. 1. καύση, πυράκτωση 2. θέρμανση τού σώματος 3. θέρμανση λουτρού 4. ηλίαση …   Dictionary of Greek

  • αλωναριάζομαι — [αλωνάρης] παθαίνω ηλίαση κατά τον μήνα Ιούλιο, τον Αλωνάρη …   Dictionary of Greek

  • αστροβλής — ἀστροβλής, ο, η (Α) αυτός τον οποίο έχει βαρέσει ο ήλιος, εκείνος που έπαθε ηλίαση (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βλής < (θ.) βλη , βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • ηλιώ — ἡλιῶ, όω (Α) [ήλιος] 1. εκθέτω κάτι στον ήλιο, λιάζω 2. παθ. ἡλιοῡμαι, όομαι α) ζω στον ήλιο, είμαι εκτεθειμένος στον ήλιο β) καίγομαι από τον ήλιο, προσβάλλομαι από ηλίαση γ) φωτίζομαι από τον ήλιο δ) (πληθ. ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

  • μετεωροπάθειες — (Ιατρ.). Παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται σε μετεωρολογικές συνθήκες. Στην κατηγορία των μ. μπορούν να περιληφθούν η θερμοπληξία που συνήθως παρατηρείται στα τροπικά κλίματα, η κρυοπληξία, τα νοσήματα από ψύξη, τα κρυοπαγήματα, οι παθήσεις… …   Dictionary of Greek

  • Μπρουκ, Ρούπερτ — (Rupert Brooke, 1887 – 1915). Άγγλος ποιητής. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και έζησε για μερικά χρόνια στην περιοχή Γκράντσεστερ, κοντά στο Κέιμπριτζ, όπου έγραψε πολλά από τα ποιήματά του. Ταξίδεψε έπειτα στην Ιταλία, τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”